Υπερπροστατευτικοί είναι οι γονείς που έχουν την τάση να προσφέρουν υπερβολική προστασία στο παιδί: αυτοί που ανησυχούν υπέρμετρα για την υγεία του, θέτουν συνεχώς υπό παρατήρηση τη συμπεριφορά του, σκέφτονται και αποφασίζουν για λογαριασμό του, αποθαρρύνουν, με δυο λόγια, την ανάληψη πρωτοβουλιών από το ίδιο.
Γιατί είναι αρνητική η υπερπροστατευτική συμπεριφορά του γονέα;
Η συμπεριφορά του υπερπροστατευτικού γονέα έχει άλλοτε κυριαρχικό και άλλοτε υποτακτικό χαρακτήρα : Από τη μια, εμποδίζει το παιδί να αποφασίσει και να ενεργήσει αυτόνομα, υποτάσσοντας το παιδί στις δικές του προσδοκίες και, από την άλλη, ως αντάλλαγμα, επιδεικνύει υπερβολική ανεκτικότητα σε κάθε ιδιοτροπία του παιδιού, εκπληρώνοντάς του κάθε επιθυμία.
Ένας τέτοιος συνδυασμός καταπίεσης και υποχωρητικότητας οδηγεί το παιδί στην έκφραση ενός συναισθήματος φόβου και αβεβαιότητας προς κάθε καινούρια εμπειρία, γεγονός που αναστέλλει τη φυσική του τάση για εξερεύνηση του κόσμου που το περιβάλλει και, επομένως, την ομαλή πορεία του προς την ωρίμανση.
Πώς μπορεί να επηρεάσει μια τέτοια συμπεριφορά το παιδί;
Ως επί το πλείστον, οι υπερπροστατευτικοί γονείς δημιουργούν υπερεξαρτημένα παιδιά, τα οποία εκδηλώνουν συνήθως τυπικές αντιδράσεις, όπως
Ø Αναζητούν τη βοήθεια των «μεγάλων» για την εκτέλεση οποιουδήποτε έργου, ανεξάρτητα από το βαθμό δυσκολίας που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη προσπάθεια, ακόμη δηλαδή και όταν αυτό που του ζητείται εμπίπτει στα όρια των δικών του δυνατοτήτων.
Ø Επιδιώκουν τη σωματική επαφή ή εγγύτητα με τους «μεγάλους», θέλουν δηλαδή να βρίσκονται διαρκώς κοντά τους, συχνά δε, να κάθονται στην αγκαλιά τους. Προφασίζονται διάφορες δικαιολογίες για να μείνουν μαζί τους και δημιουργούν ένταση όταν πρέπει να πάνε στο σχολείο ή όταν πρέπει, για κάποιο λόγο, να αποχωριστούν τους γονείς τους.
Ø Επιζητούν την επιδοκιμασία και επιβεβαίωση από τους άλλους, εφόσον σε προσωπικό επίπεδο νιώθουν ανασφαλή. Θέλουν και διεκδικούν επίμονα την προσοχή των ενηλίκων στραμμένη αποκλειστικά επάνω τους, όποτε μιλούν, παίζουν ή ασχολούνται με κάτι.
Βέβαια, προκειμένου να χαρακτηρίσουμε τις παραπάνω συμπεριφορές ως φυσιολογικές ή προβληματικές, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την ηλικία στην οποία βρίσκεται το παιδί που τις εκδηλώνει. Η ανεξαρτητοποίηση του παιδιού προϋποθέτει ότι έχει προηγηθεί η δημιουργία ενός ισχυρού συναισθηματικού δεσμού με τη μητέρα και έχει διέλθει η φάση προσκόλλησης του παιδιού σε αυτή.
Από ποια ηλικία είναι ανησυχητικές συμπεριφορές εξάρτησης του παιδιού;
Η εκδήλωση των παραπάνω συμπεριφορών θεωρείται -και είναι- απολύτως φυσιολογική από τον 7ο μήνα της ζωής του παιδιού. Τότε το παιδί αρχίζει να αναπτύσσει μια ισχυρή συναισθηματική σχέση με τη μητέρα, η οποία κορυφώνεται γύρω στον 18ο μήνα, οπότε και σταδιακά υποχωρεί.
Στην ηλικία των 3 ετών, τα περισσότερα παιδιά μπορούν (και πρέπει να μπορούν) να αποχωριστούν τη μητέρα τους για μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς να εκδηλώσουν κάποια ιδιαίτερη ανησυχία.
Ενώ δηλαδή η εξάρτηση από τη μητέρα κρίνεται απαραίτητη κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, θα πρέπει να μας προβληματίζει όταν εξακολουθεί να εκφράζεται με ακραία μορφή σε μεγαλύτερες ηλικίες, καθώς είναι δυνατό να εμποδίσει την ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και να προκαλέσει ποικίλα δευτερογενή προβλήματα (όπως, για παράδειγμα, σχολική φοβία).
Πού πρέπει να αναζητήσει κανείς βοήθεια, γα να βοηθήσει το παιδί να ανεξαρτητοποιηθεί;
Εφόσον ο γονιός αρχίσει να προβληματίζεται για τις αντιδράσεις του παιδιού, καλό θα ήταν να ζητήσει τη συμβουλευτική υποστήριξη κάποιου ψυχολόγου, με του οποίου τη βοήθεια θα μπορέσει να τροποποιήσει αρχικά τη δική του συμπεριφορά, ώστε στη συνέχεια να μπορέσει να ενισχύσει και το ίδιο το παιδί να αυτονομηθεί.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ